ξόμπλιασμα

ξόμπλιασμα
τό
1) см. ξόμπλι 1; 2) вышивание расшивание узором; 3) перен. сплетничанье, злословие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ξόμπλιασμα" в других словарях:

  • ξόμπλιασμα — το [ξομπλιάζω] 1. το στόλισμα με ποικίλματα, με κεντήματα 2. συν. στον πληθ. τα ξομπλιάσματα συκοφαντίες που λέγονται εις βάρος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ξόμπλιασμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξομπλιάζω, διακόσμηση, στόλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»